Κι όμως, για μας, το κείμενο της Συσπείρωσης ΗΤΑΝ έκπληξη. Περιμέναμε κάτι να πει, έστω για να δικαιολογήσει την ιστορία της και την κρισιμότητα των περιστάσεων. ΤΙΠΟΤΕ. Μόνον εύκολη κριτική στο κείμενο του Υπουργείου. Και συνθήματα. Αλλά και μια ξεκάθαρη τοποθέτηση: ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕ ΘΕΛΟΥΝ ΤΙΠΟΤΕ Ν’ ΑΛΛΑΞΕΙ ΣΤΑ ΑΕΙ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΚΡΙΝΟΥΝ ΣΚΟΠΙΜΗ ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ.
.
Διαβάστε το κείμενό τους, συνάδελφοι. Εμείς το λέγαμε: προσχηματικά λένε ΝΑΙ στο διάλογο, μη τυχόν και κατηγορηθούνε σαν άλλοτε… Στην πραγματικότητα ΟΥΤΕ ΘΕΛΟΥΝ, ΟΥΤΕ ΚΡΙΝΟΥΝ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΚΑΜΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ. Είναι ΕΤΟΙΜΟΙ μόνο για τη συνήθη σύγκρουση, συνεπείς με την έννοια της «απροϋπόθετης» ακαδημαϊκής ελευθερίας, όπως μόνοι αυτοί την αντιλαμβάνονται πλέον, χωρίς να ρωτήσουν την κοινωνία που τους ξεπέρασε εδώ και δεκαετίες. Και που πια μας αμείβει με όρους δημοσίου υπαλλήλου…
.
Ταμπουρωμένοι πίσω από ρυθμιστικούς προστατευτισμούς, που αποψίλωσαν την ανταγωνιστικότητά μας, επιχειρούν ακόμη να σταματήσουν το ποτάμι που έρχεται πάνω μας με τα χέρια τους.
.
Κάποιοι μπορεί να θέλουν ένα Dayton για τα Πανεπιστήμια, και ν' αναζητούν αντιπάλους για να μας κάνουν Βοσνία.
.
Αυτό το ρόλο αποφασίσατε να παίξετε στα ΑΕΙ συνάδελφοι της Συσπείρωσης; Γιατί η ΔΗΠΑΚ ξέρουμε πού θέλει να πάει το καράβι. Στα βράχια! Εσείς τι θέλετε; Φουρτούνα έχουμε, τι να κάνουμε, αυτή είναι η κατάσταση. Πού θα το πάτε το καράβι, αυτό μπορείτε να μας το πείτε επιτέλους;
.
Εμάς οι θέσεις μας ήταν και παραμένουν ξεκάθαρες. Όπως κι αυτές που έχουν να κάνουν με το μεγάλο στοίχημα ν’ αλλάξουμε τη χώρα αρχίζοντας από την Παιδεία γιατί τόχουμε ανάγκη. Αυτό που θέλουμε, είναι να συζητήσουμε μια νέα σχέση με το Κράτος, να επανοριοθετήσουμε το αυτοδιοίκητο και να διαπραγματευτούμε τους όρους της αυτονομίας μας. Να δούμε τι μπορεί να μας δώσει η πατρίδα στο εξής, και τι μπορούμε εμείς να της επιστρέψουμε.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο αντιλήψεις σάς ζητάμε να αποφασίσετε μεθαύριο στις εκλογές του ΕΣΔΕΠ, συνάδελφοι του ΑΠΘ, αφήνοντας μια χαραμάδα ελπίδας στον ελεύθερο και υπεύθυνο ακαδημαϊκό λόγο.
.
Αντιγράφουμε σημερινό μήνυμα στο Διάλογος του καθηγητή Π. Στάγκου για το κείμενο της Συσπείρωσης:
ΑπάντησηΔιαγραφήΣοκαρίστηκα από το κείμενο της «Συσπείρωσης Πανεπιστημιακών» που μας έστειλε ο κ. Στυλιανού. Αντιπαρέρχομαι την κριτική που του ασκήθηκε ότι είναι συνθηματολογικό και απολογείται και προασπίζεται την ακινησία και την καθίζηση στις οποίες κατάντησε το ελληνικό πανεπιστήμιο. Σοκαρίστηκα γιατί είναι κείμενο βαθιά ρατσιστικό, αποπροσανατολιστικό και αντιδημοκρατικό, κι επειδή δεν περίμενα ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα κρύβει στους κόλπους της τέτοιες νοοτροπίες φανατισμού, μίσους, φονταμενταλισμού.
Το κείμενο της «Συσπείρωσης» είναι βαθιά ρατσιστικό, επειδή διαχωρίζει, κατωτεροποιώντας τους, μια μεγάλη μερίδα μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας στη βάση ανθρωπομορφικών χαρακτηριστικών τους, της ηλικίας τους, που «συμπτωματικά» είναι αυτοί που κατέχουν θέσεις στις ανώτατες βαθμίδες της ακαδημαϊκής ιεραρχίας. Με προσεκτικά διαλεγμένες διατυπώσεις, όπως ακριβώς κάμνει κάθε καλός ρατσιστής, ένα σύνολο από σκιάχτρα και φαιές προσωπικότητες κρύβεται πίσω από παρουσίες που κατονομάζονται στο κείμενο με συμπάθεια, με θετικό πρόσημο : τους «νέους», και «χαμηλόβαθμους» συναδέλφους. Μόνον οι τελευταίοι διεκδικούν μερίδιο από το ζοφερό μέλλον που προοιωνίζει ο κυβερνητικός μεταρρυθμισμός (σελ. 2) : των «άλλων» ο βίος ούτως ή άλλως τελειώνει, δεν θα πάθουν και τίποτε κακό. Μόνον οι «νέοι», οι «χαμηλές βαθμίδες βρίσκονται κάτω, κοντά στους φοιτητές» (σελ. 4), ου μην αλλά και στις «επιστημονικές εξελίξεις» (σελ. 4), κι ακόμη καλύτερα μόνον αυτοί επιδίδονται σε «καινοτομία, πρωτοτυπία, δυναμισμό» (αυτό το τελευταίο, με το «αντιστρόφως ανάλογα των βαθμίδων» να του δίνει … ειδικό βάρος, εκτός από «εύσημα» ρατσιστικού λόγου που διεκδικεί, διεκδικεί και «εύσημα» βλακείας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, όχι μόνο της επιστημονικής, αλλά και της …
βιολογικής) : οι «άλλοι» τίποτε απ’ αυτά δεν κάμνουν, είναι κλεισμένοι από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ στα γραφεία τους ή στα σπίτια τους και παίζουν … μπιρίμπα, ούτε στα μαθήματα πατούν, ούτε διπλωματικές εργασίες ή δρ. διατριβές επιβλέπουν, ούτε συστατικές επιστολές γράφουν, ούτε σε διεθνή συνέδρια πατούν το πόδι τους, ούτε έρευνα διεξάγουν. Μόνον οι «νέοι» διεκδικούν «επαγγελματική αξιοπρέπεια» και «μισθολογική κατοχύρωση» (σελ. 4) (αυτό το τελευταίο, εκτός από ρατσιστικό λόγο, εκφέρει και λόγο αμιγώς … συντεχνιακό): οι «άλλοι» είναι οι αριστοκράτες της εργατικής τάξης, που διάγουν βίον τριφηλό (λόγω των συμπεριφορών τους που προανέφερα) με παχυλότατους μισθούς.
Θα ερμήνευα διαφορετικά τις προθέσεις της «Συσπείρωσης», αν, λόγω των επικείμενων εκλογών του ΕΣΔΕΠ, δικαιολογούσε τον τίτλο της λέγοντας στους «νέους» και «χαμηλόβαθμους» συναδέλφους-ψηφοφόρους «ιδού ο εχθρός σας : οι υψηλόβαθμοι, παλιοί (αν όχι ηλικιακά γερασμένοι) καθηγητές (και αναπληρωτές καθηγητές)». Δυστυχώς όμως δεν πρόκειται για συσπειρωτικού χαρακτήρα υπόδειξη «εχθρού». Το να βρίσκεται κανείς σε αντιπαράθεση με τον αντίπαλο, αποτελεί ανθρώπινη επιλογή. Το να τα βάζεις με τον «άλλο», αφού προηγουμένως τον έχεις κατωτεροποιήσει, συνιστά, μεταξύ άλλων, και παράνομη πράξη, ιδίως αν φυτρώνει μέσα σε εργασιακές σχέσεις (ν. 3305/2005 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού», άρθρο 4.1(α) και Οδηγία 2000/78/ΕΚ «Γενικό πλαίσιο ίσης μεταχείρισης στην εργασία και απασχόληση», άρθρο 3.1(α)). Στην πρώτη περίπτωση η σχέση είναι πολιτική, μπορώντας ενδεχόμενα να καταλήξει και σε συμβιβασμό. Στη δεύτερη περίπτωση οτιδήποτε είναι ρατσιστικό επιβάλλεται να εκλείψει, εκτός αν εκλείψει, όπως θα δούμε παρακάτω, λόγω του «αμείλικτου χρόνου». Οι διεκδικήσεις του αντίπαλου, τα παράπονά του, ακόμη κι ο τρόπος που αυτός νοηματοδοτεί την προσωπική του διαδρομή και περιπέτεια, καθιστούν δυνατή την προοπτική μιας συμφωνίας. Ενώ οι διεκδικήσεις του ρατσιστή σοκάρουν, οι όποιοι κλαυθμοί του είναι αισχροί, το άγος της δικής του ύπαρξης απαιτεί την τιμωρία του «άλλου». Το κείμενο της «Συσπείρωσης» με μια ξαφνική γενναιοδωρία χαρίζει, σε μας τους «άλλους», την τιμωρία : το ΔΕΠ, κατά τη «Συσπείρωση», δεν «συρρικώνεται» ποιοτικά, μέσα στην κοινωνία, λόγω της ανυποληψίας που το συνοδεύει, αλλά λόγω … «συνταξιοδότησης» :
ΑπάντησηΔιαγραφήγλυτώνουμε την τιμωρία, γιατί ούτως ή άλλως σε λίγο, για βιολογικούς λόγους (στο πλαίσιο της όλης «γήρανσης του προσωπικού»), την … κοπανάμε (σελ. 3, κάτω ακριβώς από τον τίτλο «Η αμείλικτη μηχανή του χρόνου»).
Ακόμη, το κείμενο της «Συσπείρωσης» είναι βαθιά αποπροσανατολιστικό της πραγματικότητας της ακαδημαϊκής ζωής. Είναι πάρα πολύ περισσότερα από τα δείγματα του ρατσιστικού του λόγου εκείνα του διαστρεβλωτικού λόγου. Η απαξίωση των «ιεραρχιών» που επανειλημμένα εκφέρει έχει σαφώς να κάμνει με την ιεραρχία των βαθμίδων, μέσα στους κόλπους της κοινότητας του ΔΕΠ. Σάμπως όλο το ΔΕΠ, ανεξαρτήτως βαθμίδων, για να μην προσθέσω και τους διοικητικούς υπαλλήλους, δεν είναι, όπου γης (!), ένας μηχανισμός εξουσίας και ιεραρχικής στάσης, μα (!) απέναντι στους φοιτητές και τις φοιτήτριες, που κατά τα κριτήρια μας άλλοτε απλώς τους βαθμολογούμε, άλλοτε τους τιμωρούμε ή τους αποδοκιμάζουμε, άλλοτε τους δίνουμε αξία και τους επιβραβεύουμε ; Σάμπως το κάθε «χαμηλόβαθμο» μέλος της «Συσπείρωσης» να μην σπεύσει αύριο να ζητήσει την ανέλιξή του μέσα στην «αντιπαθέστατη» ιεραρχία, πλέοντας κι αυτό, όπως όλοι μας, μέσα στα νερά του συστήματος ;
Τέλος το κείμενο της «Συσπείρωσης» είναι βαθιά αντιδημοκρατικό : με προσβάλλει όχι ως «ηλικιακά» προσδιορισμένο και «υψηλόβαθμο» καθηγητή, αλλά ως πολίτη, γιατί μου το απευθύνουν άτομα που, παρά τη δημοκρατία την οποίαν έχομε, δεν λειτουργούν ως πολίτες : δεν είναι πολίτης εκείνος που αδυνατεί να τιθασεύσει, μέσα στο δημόσιο χώρο, τις ορέξεις και τις ενορμήσεις του ιδιώτη.
Αλήθεια ντρέπομαι που έχω για συναδέλφους πρόσωπα που συνέταξαν αυτό το κείμενο της «Συσπείρωσης». Περιμένω να το αποσύρουν και να ζητήσουν δημόσια, από όσους (σαν κι εμένα) προσβλήθηκαν, συγνώμη.
Πέτρος Στάγκος
Καθηγητής
Τμήμα Νομικής
ΥΓ. Επειδή η κοινότητα του ΔΕΠ είναι πολύ ευαίσθητη στο θέμα των βιβλιογραφικών παραπομπών, δηλώνω ότι μερικές από τις παραπάνω φράσεις τις πήρα από τον κ. Μπαμπινιώτη, τον κ. Régis Debray και τον κ. Alain Finkielkraut.