.
Αποτελεί κατάκτηση του Ελληνικού Λαού, που κατοχυρώνεται και στο Σύνταγμα, η πρόσβασή του στη δωρεάν δημόσια εκπαίδευση όλων των βαθμίδων. Δυστυχώς σήμερα, η δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζει αξεπέραστα προβλήματα, που επαναπροσανατολίζουν τους γονιούς στα ιδιωτικά σχολεία, ενώ κανείς πια δεν μπορεί να είναι υπερήφανος για το σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, που – εκτός των άλλων – γονατίζει οικονομικά την μέση Ελληνική οικογένεια. Εμείς δεν θέλουμε η δωρεάν δημόσια Ανώτατη Εκπαίδευση να απαξιωθεί το ίδιο στα μάτια της Ελληνικής Κοινωνίας. Θέση μας είναι ότι πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να διαφυλάξουμε την ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού Πανεπιστημίου και στο σύγχρονο διεθνοποιημένο περιβάλλον που ζούμε. Για μας, η διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού της παροχής δημόσιας δωρεάν ανώτατης παιδείας υψηλού επιπέδου για όλους όσους με την αξία τους κατακτούν το δικαίωμα να σπουδάσουν σε μια ανώτατη σχολή της χώρας μας, είναι θεμελιώδης επιδίωξη. Και στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, είμαστε υπέρ της ενίσχυσης των ασθενέστερων οικονομικά φοιτητών μέσω της παροχής ουσιαστικής φοιτητικής μέριμνας για την διασφάλιση ίσων ευκαιριών πρόσβασης στην Ανώτατη Παιδεία.
Υποχρηματοδότηση. Είναι βέβαιον ότι η Ανώτατη Παιδεία υποχρηματοδοτείται. Δεν είναι, όμως, η μόνη υπηρεσία κοινής ωφέλειας που δεν χρηματοδοτείται επαρκώς στη χώρα μας. Εμείς οι Πανεπιστημιακοί, που διαχειριζόμαστε οι ίδιοι τα του οίκου μας, θα πρέπει, συνεπώς, να σεβόμαστε το δημόσιο χρήμα και να το αξιοποιούμε κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, εκτός των άλλων και γιατί εμείς το πληρώνουμε και η τσέπη από την οποία βγαίνει δεν είναι πλέον βαθειά. Είναι επίσης βέβαιον πως, αν η χώρα μας θέλει να βρει λύση στα προβλήματά της, θα πρέπει να πληρώσει το εισιτήριο που θα της επιτρέψει ν’ ανέβει στο τρένο της Κοινωνίας της Γνώσης. Γνωρίζουμε, ωστόσο, πως τα ΑΕΙ δεν έχουμε πλέον το μονοπώλιο της παραγωγής χρήσιμης στην Ελληνική Κοινωνία γνώσης. Και δεν εξαιρούμε από την Κοινωνία τις επιχειρήσεις, διότι κάτι τέτοιο, εκτός από αυθαίρετο, είναι και υποκριτικό.
Στον τομέα αυτό, θέση μας είναι πως απαιτείται μεν άμεση και διαρκής αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που να παρακολουθεί την μεγέθυνση των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και των αυξανόμενων αναγκών τους στο σύγχρονο διεθνοποιημένο περιβάλλον, με ταυτόχρονη όμως αύξηση της αποδοτικότητας του Πανεπιστημίου, εκσυγχρονισμό του προγράμματος σπουδών του, διασύνδεσή του με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, βελτιστοποίηση της χρήσης των διαθέσιμων πόρων και ενίσχυση της διαφάνειας σε όλες τις πανεπιστημιακές μονάδες που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζουμε την κοινωνική λογοδοσία του Πανεπιστημίου για την χρήση των πόρων που θέτει στη διάθεσή του ο Έλληνας φορολογούμενος.
Συγγράμματα. Σ’ ένα Πανεπιστήμιο που δεν ήταν έτοιμο να το εφαρμόσει και σε μια εκδοτική αγορά που δεν ήταν προετοιμασμένη να το παρακολουθήσει, επιβλήθηκε το νέο σύστημα διανομής συγγραμμάτων, που, στην θεωρητική του σύλληψη, αποτελεί μεν πρόοδο σε σχέση με το προηγούμενο, στο μέτρο που η Πολιτεία εξακολουθεί να χρηματοδοτεί ένα σύγγραμμα, που τώρα επιλέγεται μεταξύ περισσοτέρων που θα πρέπει να προτείνονται από τον διδάσκοντα, στην πράξη, όμως, δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε: αξεπέραστα γραφειοκρατικά προβλήματα στις σχολές, οι φοιτητές να εξακολουθούν να «επιλέγουν» κατά κανόνα το υποδει-κνυόμενο από τον διδάσκοντα σύγγραμμα, η απόκτηση του οποίου τώρα πια καθυ-στερεί, με αποτέλεσμα να πέφτει για δεύτερο συνεχές εξάμηνο το επίπεδο σπουδών.
Από την εφαρμογή του νέου συστήματος, προκύπτει η ανάγκη να περάσουμε πλέον σ’ ένα νέο, ισοδυνάμου αποτελέσματος, σύστημα δωρεάν πρόσβασης του φοιτητή στο πανεπιστημιακό σύγγραμμα. Γι’ αυτό, θα πρέπει να ζητήσουμε την παροχή στοιχείων από το Υπουργείο μετά τον ένα χρόνο εφαρμογής του νέου συστήματος, ώστε να διαπιστώσουμε αν πληρώνουμε τελικά λιγότερα, τα ίδια ή περισσότερα σε σχέση με αυτά που πληρώναμε με το προηγούμενο σύστημα. Και στη βάση αυτών των στοιχείων, να αξιολογήσουμε το νέο σύστημα, λαμβάνοντας υπόψη και τις δυσλειτουργίες που επέφερε στην πράξη, πριν προχωρήσουμε στη διατύπωση πρότασης για την αναμόρφωσή του.
Στο μεταξύ, θα πρέπει να γενικεύσουμε τη χρήση στην εκπαιδευτική διαδικασία ηλεκτρονικών φακέλων εργασίας του τύπου blackboard και να ενισχύσουμε τις ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες, γιατί η ουσιαστική άνοδος του επιπέδου σπουδών θα προκύψει χάρη στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας παρέχουν στον τομέα αυτό οι νέες τεχνολογίες, το κόστος εφαρμογής των οποίων δεν συγκρίνεται με το τί καταβάλλουμε για να εξοπλίσουμε τους φοιτητές μας με έντυπα εγχειρίδια.
Έρευνα. Πιστεύουμε ότι το Πανεπιστήμιο πρέπει να είναι ανοιχτό στην Κοινωνία και μέσα σ’ αυτήν λογαριάζουμε και τις επιχειρήσεις σαν αναπόσπαστο μέρος της. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραδίδουμε το Πανεπιστήμιο στις επιχειρήσεις. Είμαστε όμως αντίθετοι, γιατί την θεωρούμε μια ακόμη ιδεοληψία που κατατρέχει την Πανεπιστημιακή Κοινότητα, στην αποστροφή του Πανεπιστημίου προς την αγορά, στο όνομα δήθεν της ακαδημαϊκότητάς του. Μακάρι να βρίσκαμε επιχειρήσεις που να χρηματοδοτούσαν ερευνητικά έργα στα Πανεπιστήμιά μας. Είτε δεν έχουμε όμως τέτοιες, είτε δεν επιλέγουν εμάς για τις ανάγκες τους στην παραγωγή νέας γνώσης. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύουμε ότι οι συνεργασίες Πανεπιστημίου-επιχειρήσεων, με απόλυτη διαφάνεια και μέτρο, βοηθούν στη δημιουργία υγιών θέσεων εργασίας, κάτι θετικό για τους αποφοίτους μας και για την ίδια την Κοινωνία.
.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Μέρος που προβλήματος είναι και η υποχρηματοδότηση ερευνητικού έργου
ΑπάντησηΔιαγραφήτων πανεπιστημιακών, συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της άδειας που δικαιούνται τα μέλη ΔΕΠ για τη διεξαγωγή έρευνας.
Μακάριοι όσοι εξασφαλίζουν υποτροφίες και χορηγίες από άλλους φορείς, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ποια είναι, όμως, η εμπειρία όσως επιχειρούν να στηριχθούν στο δημόσιο πανεπιστήμιο;
Πράγματι, προβλέπεται η χορήγηση “διπλών αποδοχών” για “εκπαιδευτική άδεια” στο εξωτερικό.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο ρόδινα:
Πρώτον, δεν προβλέπεται ενίσχυση για “ερευνητικούς σκοπούς” για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Η επιχορηγούμενη “εκπαιδευτική άδεια” παρέχεται για τρίμηνο, εξάμηνο ή ακαδημαϊκό έτος.
Δεύτερον, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να προσκομίσει βεβαιώσεις ότι εργάστηκε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο της αλλοδαπής, καθώς και τα εισιτήρια του ταξιδιού προκειμένου να εισπράξει εκ των υστέρων τις “διπλές αποδοχές” (που δεν είναι ακριβώς διπλές, αφού αφαιρούνται ορισμένα επιδόματα).
Τρίτον, “εκπαιδευτική άδεια” δεν παρέχεται για τους θερινούς μήνες (υποθέτω με τη λογική ότι, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού δεν [θα πρέπει να] λειτουργούν το καλοκαίρι, κι επομένως ο αιτών αντιμετωπίζεται ως ύποπτος ότι επιδιώκει επίδομα διακοπών!).
Επομένως, όποιος θέλει οικονομική ενίσχυση, υποχρεώνεται να ζητήσει “εκπαιδευτική άδεια” τουλάχιστον για τρεις μήνες (αν περιλάβει ένα θερινό μήνα) ή για εξάμηνο (αν περιλάβει δύο θερινούς μήνες). Αν δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του κατά το ακαδημαϊκό έτος, τότε πληρώνει!
Θα άξιζε να συγκρίνει κανείς την κατάσταση αυτή με όσα παρέχει το δημόσιο πανεπιστήμιο της Κύπρου, ας πούμε, και να προτείνει βελτιώσεις.
Γιάννης Στεφανίδης