.
Αποδοχές. Δεν πιστεύουμε ότι είναι η ώρα οικονομικών διεκδικήσεων, τη στιγμή που – εμείς τουλάχιστον – διατηρούμε την εργασία μας όταν πολλοί άλλοι εργαζόμενοι χάνουν τη δική τους. Σαν ζήτημα αρχής, όμως, πιστεύουμε πως, όταν η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας το επιτρέψει, η παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης θα πρέπει να θεωρείται το ίδιο σημαντική για την Πολιτεία, όσο και η απονομή δικαιοσύνης από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστικούς λειτουργούς. Οι Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι έχουν το ύψιστο καθήκον να εκπαιδεύσουν νέους επιστήμονες που θα διαχειριστούν και θα προάγουν τα συμφέροντα του Έθνους· μεταξύ αυτών και τους αυριανούς δικαστικούς λειτουργούς. Η προάσπιση της ανεξαρτησίας των δεύτερων είναι ισοδύναμη με την διαφύλαξη της αξιοπρέπειας των πρώτων, ώστε απρόσκοπτοι να εκπληρώσουν το ύψιστο καθήκον που αναθέτει και σ’ αυτούς το Σύνταγμα, όπως και στους άλλους: να εκπαιδεύσουν επιστήμονες πολίτες που θα οδηγήσουν την Ελληνική Κοινωνία στο δρόμο της προόδου και της προκοπής, δείχνοντας την ίδια ευαισθησία για την επικράτηση του δικαίου σε μια κοινωνία ανισοτήτων και σ’ ένα κόσμο ανισομερούς κατανομής του πλούτου. Γι’ αυτό και πιστεύουμε πως η μεταχείριση που οφείλει να επιφυλάξει στους μεν και στους δε η Ελληνική Πολιτεία για την παροχή ίσης αξίας κοινωνικού έργου, δεν μπορεί να είναι άνιση. Σε τούτο θεμελιώνεται η αξίωσή μας για ίση μεταχείριση των αποδοχών μας με τους δικαστικούς λειτουργούς, την οποία και θα μπορέσουμε να δικαιολογήσουμε με αντίστοιχης αξίας παρεχόμενων υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης στους νέους και τις νέες της χώρας μας. Σε κάθε περίπτωση, και κατ’ ελάχιστον, είμαστε υπέρ της ενσωμάτωσης στο βασικό μας μισθό των επιδομάτων διδασκαλίας και έρευνας, στο μέτρο που η έρευνα και η διδασκαλία είναι η βασική μας απασχόληση και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αμείβεται ως παρεχόμενο έργο με επιδόματα.
Ετεροαπασχόληση. Το θέμα αυτό δεν θα λυθεί ενόσω οι αμοιβές μας παραμένουν χαμηλές σε σχέση με (και δεν είναι ικανές να αποσβέσουν) την μεγάλη επένδυση, στην οποία έχουμε προβεί για να φτάσουμε ώς τη βαθμίδα που κατέχουμε. Το γεγονός, όμως, ότι σκεφτόμαστε με όρους γενίκευσης, συνιστά τροχοπέδη στην επίλυση του προβλήματος. Σε πολλές επιστήμες, π.χ., δεν μπορεί ο πανεπιστημιακός να είναι εκτός πρακτικής. Επειδή, όμως, δεν είναι εφικτή η αυξομείωση των αμοιβών μας ανάλογα με την ειδικότητα ή την απόδοσή μας, δεν λύνεται το θέμα με την επιβολή τέτοιων διακρίσεων. Θ’ αλλάξει, άραγε, η αξιολόγηση την παραπάνω κατάσταση; Θα το επιθυμούσαμε, αλλά δεν το πιστεύουμε για τη χώρα μας, ρεαλιστικά σκεπτόμενοι. Άρα η ετεροαπασχόληση, που βολεύει δημοσιονομικά την Πολιτεία, δύσκολα θα καταργηθεί χωρίς να κινδυνεύσει η ποιότητα των σπουδών σε πολλές σχολές, στο μέτρο που δεν θα μπορεί η κατάργησή της να συνοδευθεί από γενναία αύξηση των αποδοχών, η οποία - επειδή θα πρέπει να είναι γενική - δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή. Θα πρέπει, συνεπώς, να ζήσουμε με το πρόβλημα και να αντιμετωπίσουμε τις δυσμενείς επιπτώσεις του, διασφαλίζοντας μηχανισμούς ουσιαστικής εκπλήρωσης των καθηκόντων των Πανεπιστημιακών δασκάλων απέναντι στους φοιτητές τους, στη σχολή τους και στην επιστήμη τους, εις τρόπον ώστε η πανεπιστημιακή ιδιότητα να μην καταντά πάρεργο και η ετεροαπασχόληση να μην γίνεται, όπου υφίσταται, η κύρια απασχόληση του Πανεπιστημιακού δασκάλου. Αντίθετα, η ετεροπασχόληση θα πρέπει, όπου υφίσταται, αφενός μεν να αυτοπεριορίζεται, αφετέρου δε να ασκείται προς όφελος της ακαδημαϊκής ιδιότητας. Εμείς δημιουργήσαμε τις παρενέργειες της ετεροαπασχόλησης κι εμείς πρέπει να τις διορθώσουμε με επιστροφή σε περισσότερη ακαδημαϊκότητα, διαλέγοντας ποιό είναι το κύριο για μας: το λειτούργημα ή το επάγγελμα; Αν επιλέγουμε το δεύτερο, καλύτερα να εγκαταλείψουμε το πρώτο. Αν επιλέγουμε, όμως, το πρώτο, δεν είν’ εμπόδιο το δεύτερο.
.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.